- εριθεύς
- ἐριθεύς, ὁ (Α)ο ερίθακος*.[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού ερίθακος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐριθεύς — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερίθακος — ἐρίθακος, ὁ (AM) Ι. ωδικό πτηνό που μαθαίνει να ψελλίζει λέξεις όπως ο παπαγάλος ονομάζεται και εριθεύς, ερίθυλος, φοινίκουρος (κν. πετρίτης) 2. παροιμ. «οὐ τρέφει μία λόχμη δύο ἐριθάκους» γι’ αυτούς που προσπαθούν να κερδίσουν από μικρά πράγματα … Dictionary of Greek